Το Βιβλιοπωλείο
Η Μπρατσέρα, μετά από το τελευταίο περιπετειώδες ταξίδι, έπιασε λιμάνι στο Βόλο.
Ο καπετάνιος κατέβηκε και άρχισε να τριγυρνάει ψάχνοντας στην πόλη. Μετά από σύντομη αναζήτηση, ανακάλυψε έναν έξυπνο, σεμνό χώρο στον αριθμό 81 της οδού Γκλαβάνη· τον περιποιήθηκε και τον έκανε ζεστό και φιλόξενο.
Κουβάλησε εκεί τα βιβλία που είχε φορτωμένα στο αμπάρι, όλα όσα αφήνονταν στην τύχη τους από επιβάτες που μπαινόβγαιναν στο ταξιδιάρικο σκαρί· κι αυτά έπειτα, παραπεταμένα στις κουπαστές, εκλιπαρούσαν κανέναν καινούριο που ανέβαινε στη σκάντζα να τα προσέξει και να τα σώσει από τον καιρό και την αρμύρα. Κι όταν κάποιο χέρι από το κουμάντο τα μάζευε και τα έριχνε στο αμπάρι, ξανάνιωναν και με τον καιρό ωρίμαζαν σαν το καλό κρασί. Τα πιο πολλά ήταν απλά, συνηθισμένα βιβλία, μπορούσες να τα βρεις και στο εμπόριο. Υπήρχαν όμως και άλλα που ήταν εξαντλημένα στην αγορά, δυσεύρετα· κάποια μάλιστα κρατούσαν από τα χρόνια που η βιβλιοδεσία ακόμα άνθιζε και κατασκεύαζε αριστουργήματα.
Μανιάτικους πύργους έφερναν στο νου οι βιβλιοθήκες που φύτρωσαν παντού – από ξύλο και χαρτί μύρισε δάσος – και επάνω τους βολεύτηκαν τα βιβλία. Έπειτα ο καπετάνιος κατέβασε μονομιάς ένα καλογεμισμένο ποτήρι κονιάκ και ένιωσε σα να βουτούσε με κλειστά μάτια από ψηλό βράχο. Τότε, σιγά σιγά, άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτοι άνθρωποι…
………………………………………………………………………
Τώρα πια στους διαδρόμους ανάμεσα στις βιβλιοθήκες της Μπρατσέρας, κυνηγημένοι από το πολύμορφο τέρας της κυρίαρχης κοσμοαντίληψης που φωλιάζει στον ανθρώπινο νου, περιφέρονται διάφοροι χαρούμενοι τύποι, ετερόκλητοι καμιά φορά μεταξύ τους, που ωστόσο επικοινωνούν και μαζί ανακαλύπτουν. Φυλλομετρούν, διαβάζουν, περιεργάζονται και συχνά αναφωνούν, εντυπωσιασμένοι από μια καλόγουστη παλιά αφιέρωση, ένα κιτρινισμένο χαρτάκι με τα ψώνια της ημέρας που έχει περάσει πια ή ένα εισιτήριο τρένου από κείνα τα σκληρά που τρυπούσε ο εισπράκτορας με διακορευτή και που αργότερα εκτέλεσε χρέη σελιδοδείκτη.
Αλλά και σε όλη την Ελλάδα στέλνει βιβλία ο καπετάνιος της Μπρατσέρας. Και όσοι τα παίρνουν χαίρονται διπλά, απ’ τη μια γιατί είχαν χάσει πια τις ελπίδες τους πως θα τα διαβάσουν κι απ’ την άλλη γιατί τα πληρώνουν λιγότερο απ’ όσο φαντάζονταν. Και σκέφτονται:
«Αχ, όμορφή μου Μπρατσέρα! Ωραία που είναι η ζωή!…»